- γιδοβοσκή
- ητόπος κατάλληλος για βοσκή γιδιών: Ο τσοπάνης έψαχνε να βρει τις κατάλληλες γιδοβοσκές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιδοβοσκή — η 1. η χλόη και τα χόρτα τα οποία βόσκουν οι γίδες 2. τόπος κατάλληλος για τη βοσκή γιδιών … Dictionary of Greek
αιπόλιον — αἰπόλιον, το (Α) [αἰπόλος] 1. αγέλη αιγών 2. μέρος όπου βόσκουν κατσίκες, γιδοβοσκή, γιδοτόπι … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
γιδότοπος — ο τόπος κατάλληλος για να βόσκουν γίδια, γιδοβοσκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)